Ο κουβανός Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα (Νοέμβριος 19, 1888 – Μάρτιος 8, 1942), που διατήρησε τον τίτλο του παγκόσμιου σκακιστή από το 1921 έως και το 1927 είναι ένας από τους ελάχιστους υποψήφιους για τον τίτλο του μεγαλύτερου σκακιστή όλων των εποχών.
Από πολλούς ιστορικούς του σκακιού αναφέρεται σαν «σκακιστικός Μότσαρτ», καθώς από πολύ μικρή ηλικία έδειξε στοιχεία ιδιοφυίας και ανήγαγε το σκάκι σε τέχνη. Ο Ρίτσαρντ Ρέτι έλεγε για τον Καπαμπλάνκα, πως το σκάκι ήταν η μητρική του γλώσσα.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας wikipedia, ο Καπαμπλάνκα μετά από μόλις λίγο καιρό ενασχόλησης με το σκάκι, κέρδιζε με ευκολία τους καλύτερους παίκτες του συλλόγου του, ακόμα και όταν έπαιζε χωρίς Βασίλισσα. Μόλις στα 13 του κέρδισε τον πρωταθλητή Κούβας, Juan Corzo, με σκορ 4-3 υπέρ του και έξι ισοπαλίες. Στα 20 του χρόνια ο Καπαμπλάνκα κέρδισε τον πρωταθλητή των ΗΠΑ Φρανκ Μάρσαλ, με το συντριπτικό σκορ 8-1. Ο Μάρσαλ αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του νεαρού από την Κούβα, μια σκακιστική ιδιοφυΐα, επέμενε σθεναρά στη συμμετοχή του στο τουρνουά του San Sebastian της Ισπανίας, παρά τις εντονότατες αντιδράσεις των υπόλοιπων σκακιστών. Ειδικά οι Όσιπ Μπερνστάιν και Άρον Νίμτσοβιτς ισχυρίζονταν ότι δεν θα έπρεπε να δοθεί μια τέτοια ευκαιρία στον Καπαμπλάνκα, καθώς δεν είχε νικήσει κανένα μεγάλο τουρνουά μέχρι τότε. Οι παράλογες απαιτήσεις των σκακιστών δεν εισακούστηκαν από τους διοργανωτές του τουρνουά και σύντομα οι Μπερντσάιν και Νίμτσοβιτς έμαθαν από πρώτο χέρι, για το ταλέντο του προστατευόμενου πλέον σκακιστή του Μάρσαλ.
Το 1911 σε ηλικία μόλις 23 χρονών ο Καπαμπλάνκα προκαλεί τον παγκόσμιο πρωταθλητή Εμάνουελ Λάσκερ. Ο Λάσκερ απαντάει στην πρόκληση του νεαρού με δεκαεφτά όρους τους οποίους έπρεπε να του ικανοποιήσει ο νεαρός, εάν ήθελε να έχει μια ευκαιρία για τον τίτλο. Μην μπορώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κατόχου του τίτλου ο Καπαμπλάνκα εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Το 1913 συμμετέχει στο τουρνουά Rice της Νέας Υόρκης, το οποίο και κερδίζει με το εκπληκτικό +13 -0 =0.
Από τον Οκτώβριο του 1913 μέχρι τον Μάρτιο του 1914, ο Καπαμπλάνκα ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη για να αγωνιστεί ενάντια σε μερικούς από τους ισχυρότερους σκακιστές της εποχής. Την περίοδο αυτή, σημείωσε 19 νίκες, 4 ισοπαλίες και μόνο μία ήττα. Πρώτα κέρδισε τους Μιζές και Τάιχμαν στο Βερολίνο, κατόπιν τους Αλιέχιν, Τσοτιμίρσκι, και Νίμτσοβιτς και τέλος τον Μπερνστάιν στη Μόσχα σε ένα παιχνίδι που συμπεριλαμβάνεται σε πολλά βιβλία με συλλογές παρτίδων, για την ομορφιά και τη μοναδικότητά του. Αργότερα, κέρδισε στη Βιέννη τους, Ρίτσαρντ Ρέτι και τον Σαβιέλι Ταρτακόβερ.
Το 1918 στο πλέον διάσημο τουρνουά της Νέας Υόρκης, ο Καπαμπλάνκα κάνει μια εκπληκτική εμφάνιση, που σήμερα υπολογίζεται σε 2833 ΕΛΟ. Βλέποντας τον νεαρό διεκδικητή να γίνεται όλο και ποιο ισχυρός, ο Εμάνουελ Λάσκερ τον αποκαλεί παγκόσμιο πρωταθλητή και του παραδίδει ο ίδιος τον τίτλο. Ο Καπαμπλάνκα ισχυρίζεται ότι θέλει να αγωνιστεί δίκαια και έτσι κερδίζει στο ματς του 1920 με σκορ 4-0. Το να κερδίσει κανείς τον τίτλο αήττητος, ήταν ένα πρωτοφανές ρεκόρ που δεν επαναλήφθηκε παρά μετά από σχεδόν ογδόντα χρόνια, όταν ο Κράμνικ κέρδισε 2-0 τον Κασπάροβ.
Το όνομα του Καπαμπλάνκα συνδέεται άρρηκτα με το σκάκι της εποχής του. Τα βιβλία του αποτελούν για τους μεταγενέστερους σκακιστές πολύτιμη πηγή γνώσεων, καθώς εισήγαγε πολλές καινοτόμες ιδέες. Από τα συγγράμματα του ξεχωρίζουν τα εκπληκτικά του φινάλε καθώς και το νέο είδος σκακιού που εισήγαγε με ένα ακόμα βαρύ κομμάτι μεταξύ του ίππου και του αξιωματικού.
Για περισσότερες πληροφορίες:
Από πολλούς ιστορικούς του σκακιού αναφέρεται σαν «σκακιστικός Μότσαρτ», καθώς από πολύ μικρή ηλικία έδειξε στοιχεία ιδιοφυίας και ανήγαγε το σκάκι σε τέχνη. Ο Ρίτσαρντ Ρέτι έλεγε για τον Καπαμπλάνκα, πως το σκάκι ήταν η μητρική του γλώσσα.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας wikipedia, ο Καπαμπλάνκα μετά από μόλις λίγο καιρό ενασχόλησης με το σκάκι, κέρδιζε με ευκολία τους καλύτερους παίκτες του συλλόγου του, ακόμα και όταν έπαιζε χωρίς Βασίλισσα. Μόλις στα 13 του κέρδισε τον πρωταθλητή Κούβας, Juan Corzo, με σκορ 4-3 υπέρ του και έξι ισοπαλίες. Στα 20 του χρόνια ο Καπαμπλάνκα κέρδισε τον πρωταθλητή των ΗΠΑ Φρανκ Μάρσαλ, με το συντριπτικό σκορ 8-1. Ο Μάρσαλ αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του νεαρού από την Κούβα, μια σκακιστική ιδιοφυΐα, επέμενε σθεναρά στη συμμετοχή του στο τουρνουά του San Sebastian της Ισπανίας, παρά τις εντονότατες αντιδράσεις των υπόλοιπων σκακιστών. Ειδικά οι Όσιπ Μπερνστάιν και Άρον Νίμτσοβιτς ισχυρίζονταν ότι δεν θα έπρεπε να δοθεί μια τέτοια ευκαιρία στον Καπαμπλάνκα, καθώς δεν είχε νικήσει κανένα μεγάλο τουρνουά μέχρι τότε. Οι παράλογες απαιτήσεις των σκακιστών δεν εισακούστηκαν από τους διοργανωτές του τουρνουά και σύντομα οι Μπερντσάιν και Νίμτσοβιτς έμαθαν από πρώτο χέρι, για το ταλέντο του προστατευόμενου πλέον σκακιστή του Μάρσαλ.
Το 1911 σε ηλικία μόλις 23 χρονών ο Καπαμπλάνκα προκαλεί τον παγκόσμιο πρωταθλητή Εμάνουελ Λάσκερ. Ο Λάσκερ απαντάει στην πρόκληση του νεαρού με δεκαεφτά όρους τους οποίους έπρεπε να του ικανοποιήσει ο νεαρός, εάν ήθελε να έχει μια ευκαιρία για τον τίτλο. Μην μπορώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κατόχου του τίτλου ο Καπαμπλάνκα εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Το 1913 συμμετέχει στο τουρνουά Rice της Νέας Υόρκης, το οποίο και κερδίζει με το εκπληκτικό +13 -0 =0.
Από τον Οκτώβριο του 1913 μέχρι τον Μάρτιο του 1914, ο Καπαμπλάνκα ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη για να αγωνιστεί ενάντια σε μερικούς από τους ισχυρότερους σκακιστές της εποχής. Την περίοδο αυτή, σημείωσε 19 νίκες, 4 ισοπαλίες και μόνο μία ήττα. Πρώτα κέρδισε τους Μιζές και Τάιχμαν στο Βερολίνο, κατόπιν τους Αλιέχιν, Τσοτιμίρσκι, και Νίμτσοβιτς και τέλος τον Μπερνστάιν στη Μόσχα σε ένα παιχνίδι που συμπεριλαμβάνεται σε πολλά βιβλία με συλλογές παρτίδων, για την ομορφιά και τη μοναδικότητά του. Αργότερα, κέρδισε στη Βιέννη τους, Ρίτσαρντ Ρέτι και τον Σαβιέλι Ταρτακόβερ.
Το 1918 στο πλέον διάσημο τουρνουά της Νέας Υόρκης, ο Καπαμπλάνκα κάνει μια εκπληκτική εμφάνιση, που σήμερα υπολογίζεται σε 2833 ΕΛΟ. Βλέποντας τον νεαρό διεκδικητή να γίνεται όλο και ποιο ισχυρός, ο Εμάνουελ Λάσκερ τον αποκαλεί παγκόσμιο πρωταθλητή και του παραδίδει ο ίδιος τον τίτλο. Ο Καπαμπλάνκα ισχυρίζεται ότι θέλει να αγωνιστεί δίκαια και έτσι κερδίζει στο ματς του 1920 με σκορ 4-0. Το να κερδίσει κανείς τον τίτλο αήττητος, ήταν ένα πρωτοφανές ρεκόρ που δεν επαναλήφθηκε παρά μετά από σχεδόν ογδόντα χρόνια, όταν ο Κράμνικ κέρδισε 2-0 τον Κασπάροβ.
Το όνομα του Καπαμπλάνκα συνδέεται άρρηκτα με το σκάκι της εποχής του. Τα βιβλία του αποτελούν για τους μεταγενέστερους σκακιστές πολύτιμη πηγή γνώσεων, καθώς εισήγαγε πολλές καινοτόμες ιδέες. Από τα συγγράμματα του ξεχωρίζουν τα εκπληκτικά του φινάλε καθώς και το νέο είδος σκακιού που εισήγαγε με ένα ακόμα βαρύ κομμάτι μεταξύ του ίππου και του αξιωματικού.
Για περισσότερες πληροφορίες:
http://en.wikipedia.org/wiki/Jos%C3%A9_Ra%C3%BAl_Capablanca
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου